- επάγων
- οναυτ. είδος απλού συσπάστου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. αρσ. ενεστ. τού επάγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπάγων — ἐπάγω bring on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπάγων — ἐπάγων , ἐπάγω bring on pres part act masc nom sg ὑπάγων , ὑπάγω lead pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
επακτήρ — ἐπακτήρ, ο (Α) 1. ο επάγων κύνας, κυνηγός («οἱ δ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτήρες», Ομ. Οδ.) 2. αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ (< αγ θ. τού άγω) + τηρ] … Dictionary of Greek
ηώος — ἠῷος και αττ. τ. ἑῷος, ῴα, ῷον (Α) [ηώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηώ, στην αυγή, αυγινός («ἠῷος ἀλέκτωρ», Ανθ. Παλ.) 2. ανατολικός («Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων... τὸν ἠῷον στρατόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
τζίερ — το, Ν ναυτ. επάγων, σχοινί περασμένο σε σύσπαστο για ανύψωση βαρών, αλλ. ποδάρι τού παλάγκου … Dictionary of Greek
ՎԱՐԻՉ — (րչի. չաց.) NBH 2 0794 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c ա.գ. κυβενήτης gubernator, rector. Որ վարէ. ղեկավար. ուղղիչ. առաջնորդ. քաղաքապետ. իշխան. (ռմկ. կառավար ). *Եօթն հովիւ, եւ ութ վարիչ մարդկան (կայ եւ ձ. վարիչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)